- κνισωτος
- κνισωτόςκνῑσ(σ)ωτός3дымящийся
(τὰ ἔμπυρα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰ ἔμπυρα Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνισωτός — κνισωτός, ή, όν (Α) [κνίσα] αυτός που αναδίδει κνίσα … Dictionary of Greek
ακνίσωτος — ἀκνίσωτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει τη χαρακτηριστική οσμή που προέρχεται από τις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κνισωτὸς < κνισῶ*] … Dictionary of Greek
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek
κνισωτοῖς — κνῑσωτοῖς , κνισωτός steaming masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)